- δεκάταρχος
- δεκάταρχος και δεκατάρχης, ο (Α)ο επικεφαλής δεκαταρχίας, ο εργοδηγός δεκαταρχίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκατάρχης — ο (Α) βλ. δεκάταρχος … Dictionary of Greek
δεκαταρχία — δεκαταρχία, η (Α) [δεκάταρχος] 1. ομάδα εργασίας δέκα γεωργών, υλοτόμων κ.λπ. 2. το αξίωμα τού δεκατάρχη … Dictionary of Greek